Παρνηθίας

Παρνηθίας
Παρνηθίᾱς , Πάρνης
fem acc pl
Παρνηθίᾱς , Πάρνης
fem gen sg (attic doric aeolic)
Παρνηθίᾱς , Παρνήθιος
fem acc pl
Παρνηθίᾱς , Παρνήθιος
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κύννης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Τιτάνες. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ήταν γιος του Απόλλωνα και της Παρνηθίας, νύμφης των βουνών. Θεωρείται γενάρχης του αττικού ιερατικού γένους των Κυννιδών, ενώ εισήγαγε στην Αττική τη λατρεία του Απόλλωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”